μενεξεδένιος

μενεξεδένιος
-α, -ο [μενεξές]
1. αυτός που έχει το χρώμα τού μενεξέ, μενεξεδής, ιώδης, μοθ
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μενεξέ
3. αυτός που αποτελείται από μενεξέδες («μενεξεδένια στεφάνια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μενεξεδένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που αποτελείται από μενεξέδες: Μενεξεδένια ανθοδέσμη. 2. αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ: Μενεξεδένιο λουλούδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • ιόχρους — ου και οος, οον αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. υαλό χρους, χιονό χρους] …   Dictionary of Greek

  • ιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει το χρώμα του ίου, μενεξεδένιος: Ιώδες χρώμα. – Ιώδης απόχρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μενεξεδής, -ιά — ί και μενεξελής, ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ο μενεξεδένιος: Έχει μάτια μενεξεδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”